kroatino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kroatino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kroatino | kroatinoj |
αιτιατική | kroatinon | kroatinojn |
kroatino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kroatino | kroatinoj |
αιτιατική | kroatinon | kroatinojn |
kroatino (eo)