krizalido
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- krizalido < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizalido | krizalidoj |
αιτιατική | krizalidon | krizalidojn |
krizalido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizalido | krizalidoj |
αιτιατική | krizalidon | krizalidojn |
krizalido (eo)