krimulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krimulo | krimuloj |
αιτιατική | krimulon | krimulojn |
krimulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krimulo | krimuloj |
αιτιατική | krimulon | krimulojn |
krimulo (eo)