krampo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- krampo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krampo | krampoj |
αιτιατική | krampon | krampojn |
krampo (eo)
- η μέγγενη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krampo | krampoj |
αιτιατική | krampon | krampojn |
krampo (eo)