korno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- korno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korno | kornoj |
αιτιατική | kornon | kornojn |
korno (eo)
- (γραμματική) το κόμμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korno | kornoj |
αιτιατική | kornon | kornojn |
korno (eo)