korespondado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- korespondado < korespond- + -ad- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korespondado | korespondadoj |
αιτιατική | korespondadon | korespondadojn |
korespondado (eo)