kopirajto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kopirajto | kopirajtoj |
αιτιατική | kopirajton | kopirajtojn |
kopirajto (eo)
- το κοπιράιτ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kopirajto | kopirajtoj |
αιτιατική | kopirajton | kopirajtojn |
kopirajto (eo)