konvalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- konvalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konvalo | konvaloj |
αιτιατική | konvalon | konvalojn |
konvalo (eo)
- (φυτό) η καμπανούλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konvalo | konvaloj |
αιτιατική | konvalon | konvalojn |
konvalo (eo)