kontrabando
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kontrabando < kontraband- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontrabando | kontrabandoj |
αιτιατική | kontrabandon | kontrabandojn |
kontrabando (eo)
- το λαθρεμπόριο