konkurenco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konkurenco | konkurencoj |
αιτιατική | konkurencon | konkurencojn |
Ετυμολογία
επεξεργασία- konkurenco < konkurenc- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαkonkurenco (eo)
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
konkurenco | konkurenci |