konko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- konko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konko | konkoj |
αιτιατική | konkon | konkojn |
konko (eo)
- το κοχύλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konko | konkoj |
αιτιατική | konkon | konkojn |
konko (eo)