konfisko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konfisko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konfisko | konfiskoj |
αιτιατική | konfiskon | konfiskojn |
konfisko (eo)
- η επίταξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konfisko | konfiskoj |
αιτιατική | konfiskon | konfiskojn |
konfisko (eo)