kondoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kondoro | kondoroj |
αιτιατική | kondoron | kondorojn |
kondoro (eo)
- ο κόνδορας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kondoro | kondoroj |
αιτιατική | kondoron | kondorojn |
kondoro (eo)