komprenpovo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komprenpovo | komprenpovoj |
αιτιατική | komprenpovon | komprenpovojn |
komprenpovo (eo)
- η δυνατότητα αντίληψης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komprenpovo | komprenpovoj |
αιτιατική | komprenpovon | komprenpovojn |
komprenpovo (eo)