kompetenta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompetenta | kompetentaj |
αιτιατική | kompetentan | kompetentajn |
kompetenta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompetenta | kompetentaj |
αιτιατική | kompetentan | kompetentajn |
kompetenta (eo)