komodo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- komodo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komodo | komodoj |
αιτιατική | komodon | komodojn |
komodo (eo)
- το κομοδίνο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komodo | komodoj |
αιτιατική | komodon | komodojn |
komodo (eo)