kolonelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kolonelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolonelo | koloneloj |
αιτιατική | kolonelon | kolonelojn |
kolonelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolonelo | koloneloj |
αιτιατική | kolonelon | kolonelojn |
kolonelo (eo)