kokoso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kokoso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokoso | kokosoj |
αιτιατική | kokoson | kokosojn |
kokoso (eo)
- η καρύδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokoso | kokosoj |
αιτιατική | kokoson | kokosojn |
kokoso (eo)