koketa
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koketa | koketaj |
αιτιατική | koketan | koketajn |
koketa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koketa | koketaj |
αιτιατική | koketan | koketajn |
koketa (eo)