kojoto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kojoto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kojoto | kojotoj |
αιτιατική | kojoton | kojotojn |
kojoto (eo)
- το κογιότ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kojoto | kojotoj |
αιτιατική | kojoton | kojotojn |
kojoto (eo)