koboldo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koboldo | koboldoj |
αιτιατική | koboldon | koboldojn |
koboldo (eo)
- το δαιμόνιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koboldo | koboldoj |
αιτιατική | koboldon | koboldojn |
koboldo (eo)