knabeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | knabeto | knabetoj |
αιτιατική | knabeton | knabetojn |
knabeto (eo)
- το αγοράκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | knabeto | knabetoj |
αιτιατική | knabeton | knabetojn |
knabeto (eo)