kiraso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kiraso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kiraso | kirasoj |
αιτιατική | kirason | kirasojn |
kiraso (eo)
- η πανοπλία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kiraso | kirasoj |
αιτιατική | kirason | kirasojn |
kiraso (eo)