ενικός         πληθυντικός  
kilt kilts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kilt (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
kilt < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilt

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kilt kilts

kilt (fr) αρσενικό