kiloŭathoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kiloŭathoro | kiloŭathoroj |
αιτιατική | kiloŭathoron | kiloŭathorojn |
kiloŭathoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kiloŭathoro | kiloŭathoroj |
αιτιατική | kiloŭathoron | kiloŭathorojn |
kiloŭathoro (eo)