kelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kelo | keloj |
αιτιατική | kelon | kelojn |
kelo (eo)
- το υπόγειο
- la kelo estas tre granda kaj seka, το υπόγειο είναι πολύ μεγάλο και δεν έχει υγρασία