kavun
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kavun < παλαιά τουρκικά kaguŋ, kabuŋ (πεπόνι) < πρωτοτουρκική *kāgun
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
kavun (tr)
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | kavun | kavunlar |
αιτιατική | kavunu | kavunları |
δοτική | kavuna | kavunlara |
τοπική | kavunda | kavunlarda |
αφαιρετική | kavundan | kavunlardan |
γενική | kavunun | kavunların |