katuno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- katuno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katuno | katunoj |
αιτιατική | katunon | katunojn |
katuno (eo)
- το βαμβακερό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katuno | katunoj |
αιτιατική | katunon | katunojn |
katuno (eo)