kaserolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kaserolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaserolo | kaseroloj |
αιτιατική | kaserolon | kaserolojn |
kaserolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaserolo | kaseroloj |
αιτιατική | kaserolon | kaserolojn |
kaserolo (eo)