karotido
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- karotido < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karotido | karotidoj |
αιτιατική | karotidon | karotidojn |
karotido (eo)
- η καρωτίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karotido | karotidoj |
αιτιατική | karotidon | karotidojn |
karotido (eo)