karobo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- karobo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karobo | karoboj |
αιτιατική | karobon | karobojn |
karobo (eo)
- το χαρούπι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karobo | karoboj |
αιτιατική | karobon | karobojn |
karobo (eo)