kariofilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kariofilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kariofilo | kariofiloj |
αιτιατική | kariofilon | kariofilojn |
kariofilo (eo)
- το καριοφίλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kariofilo | kariofiloj |
αιτιατική | kariofilon | kariofilojn |
kariofilo (eo)