kariero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kariero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kariero | karieroj |
αιτιατική | karieron | karierojn |
kariero (eo)
- η καριέρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kariero | karieroj |
αιτιατική | karieron | karierojn |
kariero (eo)