kareso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kareso | karesoj |
αιτιατική | kareson | karesojn |
kareso (eo)
- το χάδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kareso | karesoj |
αιτιατική | kareson | karesojn |
kareso (eo)