karavano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karavano | karavanoj |
αιτιατική | karavanon | karavanojn |
karavano (eo)
- η νηοπομπή
- το τροχόσπιτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karavano | karavanoj |
αιτιατική | karavanon | karavanojn |
karavano (eo)