kapusta
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kapusta (pl) αρσενικό
- (βοτανική) το λάχανο
- συνηθισμένο φαγητό από μαγειρευμένο λάχανο
- (μεταφορικά) τα λεφτά
- (μεταφορικά) ο χαφιές
Επεξεργασία
Σλοβακικά (sk) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kapusta (sk) θηλυκό