kapuceno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kapuceno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapuceno | kapucenoj |
αιτιατική | kapucenon | kapucenojn |
kapuceno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapuceno | kapucenoj |
αιτιατική | kapucenon | kapucenojn |
kapuceno (eo)