kaptoperaco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaptoperaco | kaptoperacoj |
αιτιατική | kaptoperacon | kaptoperacojn |
kaptoperaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaptoperaco | kaptoperacoj |
αιτιατική | kaptoperacon | kaptoperacojn |
kaptoperaco (eo)