kaprico
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- kaprico < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaprico | kapricoj |
αιτιατική | kapricon | kapricojn |
kaprico (eo)
- το καπρίτσιο