kantisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kantisto | kantistoj |
αιτιατική | kantiston | kantistojn |
kantisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kantisto | kantistoj |
αιτιατική | kantiston | kantistojn |
kantisto (eo)