kantato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kantato | kantatoj |
αιτιατική | kantaton | kantatojn |
kantato (eo)
- η καντάτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kantato | kantatoj |
αιτιατική | kantaton | kantatojn |
kantato (eo)