kantarido
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kantarido < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kantarido | kantaridoj |
αιτιατική | kantaridon | kantaridojn |
kantarido (eo)
- (εντομολογία) η κανθαρίδα