kancero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kancero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kancero | kanceroj |
αιτιατική | kanceron | kancerojn |
kancero (eo)
- ο καρκίνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kancero | kanceroj |
αιτιατική | kanceron | kancerojn |
kancero (eo)