kamelino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamelino | kamelinoj |
αιτιατική | kamelinon | kamelinojn |
kamelino (eo)
- η θηλυκή καμήλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamelino | kamelinoj |
αιτιατική | kamelinon | kamelinojn |
kamelino (eo)