kamboĝanino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamboĝanino | kamboĝaninoj |
αιτιατική | kamboĝaninon | kamboĝaninojn |
kamboĝanino (eo)
- η καταγόμενη από τη Καμπότζη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamboĝanino | kamboĝaninoj |
αιτιατική | kamboĝaninon | kamboĝaninojn |
kamboĝanino (eo)