kalveco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalveco | kalvecoj |
αιτιατική | kalvecon | kalvecojn |
kalveco (eo)
- η φαλάκρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalveco | kalvecoj |
αιτιατική | kalvecon | kalvecojn |
kalveco (eo)