kahelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kahelo | kaheloj |
αιτιατική | kahelon | kahelojn |
kahelo (eo)
- το πλακάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kahelo | kaheloj |
αιτιατική | kahelon | kahelojn |
kahelo (eo)