kafeino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kafeino | kafeinoj |
αιτιατική | kafeinon | kafeinojn |
kafeino (eo)
- η καφεΐνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kafeino | kafeinoj |
αιτιατική | kafeinon | kafeinojn |
kafeino (eo)