kadavro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kadavro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadavro | kadavroj |
αιτιατική | kadavron | kadavrojn |
kadavro (eo)
- το πτώμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadavro | kadavroj |
αιτιατική | kadavron | kadavrojn |
kadavro (eo)