kablo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kablo | kabloj |
αιτιατική | kablon | kablojn |
kablo (eo)
- το καλώδιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kablo | kabloj |
αιτιατική | kablon | kablojn |
kablo (eo)